• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

καθέλκυση

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Αντώνυμα
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καθέλκυση οι καθελκύσεις
      γενική της καθέλκυσης* των καθελκύσεων
    αιτιατική την καθέλκυση τις καθελκύσεις
     κλητική καθέλκυση καθελκύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, καθελκύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
καθέλκυση < καθελκύω + -ση

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καθέλκυση θηλυκό

  • (ναυπηγικός όρος) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καθελκύω

Άλλες μορφές

επεξεργασία
  • καθελκυσμός

Αντώνυμα

επεξεργασία
  • ανέλκυση

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    καθέλκυση
  • αγγλικά : launching (en)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καθέλκυση&oldid=5479276"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 18:17

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 18:17.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας