αναβατήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναβατήρας < (καθαρεύουσα) ἀναβατήρ + -ας < αρχαία ελληνική ἀνά + βατήρ < βαίνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναβατήρας αρσενικό
- σκαλοπάτι, σκάλα (που διευκολύνει την ανάβαση σε άμαξα ή άλλο όχημα)
- αναβολέας
- ανελκυστήρας, ασανσέρ (κυρίως φορτίων)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανελκυστήρας
|