μαρσπιέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαρσπιέ < γαλλική marchepied < marche + pied
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαρσπιέ ουδέτερο άκλιτο
- ο αναβατήρας, το σκαλοπάτι που διευκολύνει την άνοδο (και είσοδο) σ’ ένα όχημα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαρσπιέ