μαρσπιές
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μαρσπιές < γαλλική marchepied < marche + pied
Ουσιαστικό επεξεργασία
μαρσπιές ουδέτερο
- (λαϊκότροπο) (προφορικό) άλλη μορφή του μαρσπιέ
Μεταφράσεις επεξεργασία
μαρσπιές
|
μαρσπιές ουδέτερο
|