πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βᾰτηρ-
ονομαστική βατήρ οἱ βατῆρες
      γενική τοῦ βατῆρος τῶν βατήρων
      δοτική τῷ βατῆρ τοῖς βατῆρσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν βατῆρ τοὺς βατῆρᾰς
     κλητική ! βατήρ βατῆρες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βατῆρε
γεν-δοτ τοῖν  βατήροιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
βατήρ < βαίνω, βατ- < βάω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

βατήρ αρσενικό

  1. το κατώφλι
  2. η βακτηρία
  3. βαλβίδα
  4. εφαλτήριο, βατήρας
  5. (ελληνιστική σημασία) τμήμα του μουσικού οργάνου της λύρας, του αυλού
  6. (ελληνιστική σημασία) εκείνος που βαδίζει (μεταγενέστερη σημασία)

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις βαίνω και βάω