εφαλτήριο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εφαλτήριο < αρχαία ελληνική ἐφάλλομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εφαλτήριο ουδέτερο
- κατασκευή που μοιάζει με άλογο και την χρησιμοποιούν οι αθλητές υπερπηδώντας την ή εκτελώντας διάφορες ασκήσεις
- ελαστικός βατήρας που χρησιμοποιείται σε γυμναστικές ασκήσεις
- (μεταφορικά) οτιδήποτε χρησιμοποιεί κάποιος ως εκκίνηση επίτευξης των στόχων του ή της κοινωνικής, επαγγελματικής ή άλλης ανόδου του