ἀνελκυστήρ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ἀνελκυστήρ | οἱ | ἀνελκυστῆρες | ||||
γενική | τοῦ | ἀνελκυστῆρος | τῶν | ἀνελκυστήρων | ||||
δοτική | τῷ | ἀνελκυστῆρι | τοῖς | ἀνελκυστῆρσι(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | ἀνελκυστῆρα | τοὺς | ἀνελκυστῆρας | ||||
κλητική ὦ! | ἀνελκυστήρ | ἀνελκυστῆρες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κλητήρ' όπως «κλητήρ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀνελκυστήρ αρσενικό
- (καθαρεύουσα) o ανελκυστήρας, το ασανσέρ
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ανελκύω