Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανυψωτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανυψωτικ
ός
η
ανυψωτικ
ή
το
ανυψωτικ
ό
γενική
του
ανυψωτικ
ού
της
ανυψωτικ
ής
του
ανυψωτικ
ού
αιτιατική
τον
ανυψωτικ
ό
την
ανυψωτικ
ή
το
ανυψωτικ
ό
κλητική
ανυψωτικ
έ
ανυψωτικ
ή
ανυψωτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανυψωτικ
οί
οι
ανυψωτικ
ές
τα
ανυψωτικ
ά
γενική
των
ανυψωτικ
ών
των
ανυψωτικ
ών
των
ανυψωτικ
ών
αιτιατική
τους
ανυψωτικ
ούς
τις
ανυψωτικ
ές
τα
ανυψωτικ
ά
κλητική
ανυψωτικ
οί
ανυψωτικ
ές
ανυψωτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανυψωτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
ανυψωτικός, -ή, -ό
που συντελεί στην
ανύψωση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανυψωτικός
αγγλικά
:
elevatory
(en)
γαλλικά
:
élévateur
(fr)
ρουμανικά
:
elevator
(ro)