Ετυμολογία

επεξεργασία
μάτην < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μάτην[1] < μάτη (ανοησία, ατέλεια)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈma.tin/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μά‐την

  Επίρρημα

επεξεργασία

μάτην (τροπικό)

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία