Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διοχλέω < διά και ὀχλέω


  Ουσιαστικό επεξεργασία

διοχλέω

  1. ενοχλώ ιδιαίτερα
  2. ταράζω