φορτικότητα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φορτικότητα | οι | φορτικότητες |
γενική | της | φορτικότητας | των | φορτικοτήτων |
αιτιατική | τη | φορτικότητα | τις | φορτικότητες |
κλητική | φορτικότητα | φορτικότητες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φορτικότητα θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
φορτικότητα