χλαλοή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χλαλοή | οι | χλαλοές |
γενική | της | χλαλοής | των | χλαλοών |
αιτιατική | τη | χλαλοή | τις | χλαλοές |
κλητική | χλαλοή | χλαλοές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χλαλοή < μεσαιωνική ελληνική οχλαγωγία < ελληνιστική κοινή ὀχλαγωγία < αρχαία ελληνική ὄχλος + ἄγω
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχλαλοή θηλυκό