τσουμπλέκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσουμπλέκι | τα | τσουμπλέκια |
γενική | του | τσουμπλεκιού | των | τσουμπλεκιών |
αιτιατική | το | τσουμπλέκι | τα | τσουμπλέκια |
κλητική | τσουμπλέκι | τσουμπλέκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσουμπλέκι ουδέτερο
- (παρωχημένο, ιδιωματικό, κουζινικά) (πήλινο) σκεύος, συνήθως κατώτερης ποιότητας
Σημειώσεις επεξεργασία
- τσουμπλέκια θα πούμε τα απλά κεραμικά σκεύη και τα εμαγιέ, όχι τα πλαστικά, τα γυάλινα ή αυτά από ανοξείδωτο χάλυβα
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσουμπλέκι
|