ανοξείδωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
ανοξείδωτος, -η, -ο
- αυτός που δεν οξειδώνεται, δεν σκουριάζει
- (συνεκδοχικά) ο γαλβανισμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανοξείδωτος