↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοξείδωτος η ανοξείδωτη το ανοξείδωτο
      γενική του ανοξείδωτου της ανοξείδωτης του ανοξείδωτου
    αιτιατική τον ανοξείδωτο την ανοξείδωτη το ανοξείδωτο
     κλητική ανοξείδωτε ανοξείδωτη ανοξείδωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοξείδωτοι οι ανοξείδωτες τα ανοξείδωτα
      γενική των ανοξείδωτων των ανοξείδωτων των ανοξείδωτων
    αιτιατική τους ανοξείδωτους τις ανοξείδωτες τα ανοξείδωτα
     κλητική ανοξείδωτοι ανοξείδωτες ανοξείδωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανοξείδωτος < α- (στερητικό) + οξείδωση

  Επίθετο

επεξεργασία

ανοξείδωτος, -η, -ο

  1. αυτός που δεν οξειδώνεται, δεν σκουριάζει
  2. (συνεκδοχικά) ο γαλβανισμένος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία