Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανοξείδωτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανοξείδωτ
ος
η
ανοξείδωτ
η
το
ανοξείδωτ
ο
γενική
του
ανοξείδωτ
ου
της
ανοξείδωτ
ης
του
ανοξείδωτ
ου
αιτιατική
τον
ανοξείδωτ
ο
την
ανοξείδωτ
η
το
ανοξείδωτ
ο
κλητική
ανοξείδωτ
ε
ανοξείδωτ
η
ανοξείδωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανοξείδωτ
οι
οι
ανοξείδωτ
ες
τα
ανοξείδωτ
α
γενική
των
ανοξείδωτ
ων
των
ανοξείδωτ
ων
των
ανοξείδωτ
ων
αιτιατική
τους
ανοξείδωτ
ους
τις
ανοξείδωτ
ες
τα
ανοξείδωτ
α
κλητική
ανοξείδωτ
οι
ανοξείδωτ
ες
ανοξείδωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανοξείδωτος
<
α-
(στερητικό) +
οξείδωση
Επίθετο
επεξεργασία
ανοξείδωτος, -η, -ο
αυτός που δεν οξειδώνεται, δεν
σκουριάζει
(
συνεκδοχικά
) ο
γαλβανισμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανοξείδωτος
γαλλικά
:
inoxydable
(fr)
γερμανικά
:
rostfrei
(de)
ισπανικά
:
inoxidable
(es)