εμαγιέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμαγιέ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική émaillé
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
εμαγιέ άκλιτο
- (για σκεύη, κυρίως μαγειρικά) που έχει επαλειφθεί με υαλώδες επίχρισμα για προστασία από διάβρωση και υψηλές θερμοκρασίες
- επισμαλτωμένο με διάφανο φιλμ που προστατεύει την βαφή από κάτω (δεν ισχύει πάντοτε αυτό αλλά συνήθως)