Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμαγιέ < απροσάρμοστο άμεσο δάνειο από τη γαλλική émaillé

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.maˈʝe/

  Επίθετο επεξεργασία

εμαγιέ άκλιτο

  • (για σκεύη, κυρίως μαγειρικά) που έχει επαλειφθεί με υαλώδες επίχρισμα για προστασία από διάβρωση και υψηλές θερμοκρασίες
    • επισμαλτωμένο με διάφανο φιλμ που προστατεύει την βαφή από κάτω (δεν ισχύει πάντοτε αυτό αλλά συνήθως)

  Μεταφράσεις επεξεργασία