numero
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | numero | numeroj |
αιτιατική | numeron | numerojn |
numero (eo)
- το νούμερο, ο αριθμός
- (κατ' επέκταση) το τεύχος
- la tria numero de la informletero - το τρίτο τεύχος της επιστολής πληροφόρησης
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαnumero (it)
Φινλανδικά (fi)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαnumero (fi)