Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πληθικός η πληθική το πληθικό
      γενική του πληθικού της πληθικής του πληθικού
    αιτιατική τον πληθικό την πληθική το πληθικό
     κλητική πληθικέ πληθική πληθικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πληθικοί οι πληθικές τα πληθικά
      γενική των πληθικών των πληθικών των πληθικών
    αιτιατική τους πληθικούς τις πληθικές τα πληθικά
     κλητική πληθικοί πληθικές πληθικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Προφορά επεξεργασία

/?/

  Ετυμολογία el επεξεργασία

πληθικός

  Επίθετο επεξεργασία

πληθικός (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  • που αφορά-σχετίζεται με-περιγράφει-χαρακτηρίζει το-ένα-κάποιο πλήθος