Δείτε επίσης: ἑσμός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εσμός οι εσμοί
      γενική του εσμού των εσμών
    αιτιατική τον εσμό τους εσμούς
     κλητική εσμέ εσμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εσμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἑσμός (σμάρι μέλισσες) < ἕζομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εσμός αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία