↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σκουπιδαριό τα σκουπιδαριά
      γενική του σκουπιδαριού των σκουπιδαριών
    αιτιατική το σκουπιδαριό τα σκουπιδαριά
     κλητική σκουπιδαριό σκουπιδαριά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σκουπιδαριό < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σκουπιδαριό ουδέτερο

  1. μέρος στο οποίο όλοι έχουν ρίξει σκουπίδια, χώρος γεμάτο σκουπίδια
    Έξω από κάθε μαγαζί στο κέντρο της Αθήνας, που κλείνει και μένει ξενοίκιαστο, πένθιμο, στήνεται σκουπιδαριό... (Ν. Ξυδάκης, Take a walk on the wild side, στην Καθημερινή, 12 Σετπεμβρίου 2010)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία