σκουπιδάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκουπιδάκι | τα | σκουπιδάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σκουπιδάκι | τα | σκουπιδάκια |
κλητική | σκουπιδάκι | σκουπιδάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σκουπιδάκι < σκουπίδι + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίασκουπιδάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του σκουπίδι
Μεταφράσεις
επεξεργασία σκουπιδάκι
|