Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παπαδαριό
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
παπαδαρι
ό
τα
παπαδαρι
ά
γενική
του
παπαδαρι
ού
των
παπαδαρι
ών
αιτιατική
το
παπαδαρι
ό
τα
παπαδαρι
ά
κλητική
παπαδαρι
ό
παπαδαρι
ά
Κατηγορία
όπως «
βουνό
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παπαδαριό
<
παπάς
+
-αριό
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παπαδαριό
ουδέτερο
(
σκωπτικό
,
μειωτικό
) οι
παπάδες
ως
σύνολο
, ο
κλήρος
Άλλες μορφές
επεξεργασία
παπαδουριά
Συνώνυμα
επεξεργασία
παπαδομάνι
παπαδολόι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παπαδαριό