παπαδομάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παπαδομάνι | τα | παπαδομάνια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | παπαδομάνι | τα | παπαδομάνια |
κλητική | παπαδομάνι | παπαδομάνια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπαπαδομάνι ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη παπαδαριό
Μεταφράσεις
επεξεργασία παπαδομάνι
|