καμπαναριό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καμπαναριό < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καμπαναρειόν < καμπανάρης.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε καμπάν(α) + -αριό
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kam.ba.naɾˈʝo/
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαμπαναριό ουδέτερο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καμπαναριό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καμπαναριό - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας