Δείτε επίσης: Καμπανάρης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καμπανάρης οι καμπανάρηδες
      γενική του καμπανάρη των καμπανάρηδων
    αιτιατική τον καμπανάρη τους καμπανάρηδες
     κλητική καμπανάρη καμπανάρηδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καμπανάρης < καμπάνα + -άρης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kam.baˈna.ɾis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐μπα‐νά‐ρης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καμπανάρης αρσενικό

  1. (λογοτεχνικό, επάγγελμα) ο κωδωνοκρούστης, κυρίως σε μοναστήρι
  2. (γενικότερα) ο νεωκόρος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία