Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πιτσαρία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πιτσαρί
α
οι
πιτσαρί
ες
γενική
της
πιτσαρί
ας
των
πιτσαρι
ών
αιτιατική
την
πιτσαρί
α
τις
πιτσαρί
ες
κλητική
πιτσαρί
α
πιτσαρί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πιτσαρία
<
πίτσα
+
-αρία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πιτσαρία
θηλυκό
μαγαζί
που παρασκευάζει και
εμπορεύεται
κατεξοχήν
πίτσα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
πίτσα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πιτσαρία
αγγλικά
:
pizzeria
(en)
γαλλικά
:
pizzeria
(fr)
γαλικιανά
:
pizzaría
(gl)
πολωνικά
:
pizzeria
(pl)