πίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πίτσα | οι | πίτσες |
γενική | της | πίτσας | — | |
αιτιατική | την | πίτσα | τις | πίτσες |
κλητική | πίτσα | πίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πίτσα < ναπολιτάνικη pizza < μεσαιωνική λατινική piz(z)a[1]
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπίτσα θηλυκό
- (γαστρονομία) στρώμα ζύμης, συνήθως στρογγυλό, με διάφορα υλικά από πάνω, όπως τυρί, ντομάτα, ζαμπόν, μανιτάρια κ.λπ. ή ό,τι άλλο επιθυμείται, το οποίο ψήνεται στο φούρνο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- πίτσα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία πίτσα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Έχουν διατυπωθεί απόψεις (Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.) ότι προέρχεται από:
- παλαιά άνω γερμανικά bizzo < πρωτογερμανική *bitô
- υστερολατινικά picea, θηλυκό του piceus < λατινικά pix
- μεσαιωνική ελληνική πίτα / πίττα