ζαμπόν
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ζαμπόν < (άμεσο δάνειο) γαλλική jambon < jambe + -on < υστερολατινική gamba < αρχαία ελληνική κάμπη (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kamp-
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαζαμπόν ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) χοιρινό κρέας, από το μηρό ή την πλάτη, που έχει παστωθεί και παρασκευαστεί με τέτοιο ειδικό τρόπο, ώστε να μπορεί να συντηρηθεί
Σύνθετα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασίαΣχηματίζει πληθυντικό εξελληνισμένο: Τα ζαμπόνια.