χοιρινό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χοιρινό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου χοιρινός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχοιρινό
- (γαστρονομία) χοιρινό κρέας
- ⮡ χοιρινό με πατάτες στο φούρνο
Μεταφράσεις
επεξεργασία χοιρινό
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαχοιρινό