pork
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pork | porks |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpork (en)
- το χοιρινό (κρέας)
- (μεταφορικά) pork και pork barrel: άσκοπη κατασπατάληση δημοσίου χρήματος προς τέρψη ψηφοφόρων
ενικός | πληθυντικός |
pork | porks |
pork (en)