ενικός         πληθυντικός  
pork porks

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pork (en)

  1. το χοιρινό (κρέας)
  2. (μεταφορικά) pork και pork barrel: άσκοπη κατασπατάληση δημοσίου χρήματος προς τέρψη ψηφοφόρων