ζαμπονάκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ζαμπονάκι | τα | ζαμπονάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ζαμπονάκι | τα | ζαμπονάκια |
κλητική | ζαμπονάκι | ζαμπονάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ζαμπονάκι < ζαμπόν + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό επεξεργασία
ζαμπονάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του ζαμπόν
Μεταφράσεις επεξεργασία
ζαμπονάκι
|