pizza
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pizza (en)
- (γαστρονομία) η πίτσα
Συγγενικά επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pizza | pizzas |
pizza (fr) θηλυκό
- (γαστρονομία) η πίτσα
Συγγενικά επεξεργασία
Ιταλικά (it) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
pizza | pizze |
pizza (it)
- (γαστρονομία) πίτσα, παρασκευάζεται με βασικό υλικό την ζύμη με προσθήκη κι άλλων υλικών.
Τουρκικά (tr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pizza < (άμεσο δάνειο) αγγλική pizza[1]
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
pizza (tr)
- (γαστρονομία) η πίτσα
Συγγενικά επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ pizza - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν