Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πιτσιρικαρία οι πιτσιρικαρίες
      γενική της πιτσιρικαρίας των πιτσιρικαριών
    αιτιατική την πιτσιρικαρία τις πιτσιρικαρίες
     κλητική πιτσιρικαρία πιτσιρικαρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιτσιρικαρία < πιτσιρίκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιτσιρικαρία, θηλυκό

  • παρέα από πιτσιρίκια, από μικρά παιδάκια
    ※  Κι όσο η Σταμάτα παλλόταν, έτρεμε κι έκανε σπασμωδικές κινήσεις, τόσο η πιτσιρικαρία ευθυμούσε περισσότερο και προστίθενταν κι άλλοι κι άλλοι και κάγχαζαν κάγχαζαν, χειροκροτούσαν, σφύριζαν, φώναζαν (Μαίρη Μικέ, Κόκκινες ουλές, Εκδόσεις Ίκαρος, 2015 [1])

  Μεταφράσεις επεξεργασία