πιτσιρίκι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πιτσιρίκι | τα | πιτσιρίκια |
γενική | του | πιτσιρικιού | των | πιτσιρικιών |
αιτιατική | το | πιτσιρίκι | τα | πιτσιρίκια |
κλητική | πιτσιρίκι | πιτσιρίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιτσιρίκι < πιτσιρίκ(ος) + -ι[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pi.t͡siˈɾi.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐τσι‐ρί‐κι
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιτσιρίκι ουδέτερο
- (οικείο) ο πιτσιρίκος, μικρό παιδί
- ※ Ένα πιτσιρίκι είναι ξαπλωμένο | μες στα χορταράκια παραπονεμένο. | Θέλει να φουμάρει ένα τσιγαράκι, | μα δεν έχει φράγκο, είναι μπατιράκι.
- Το πιτσιρικάκι, στίχοι: Αργύρης Νικολέσκο, μουσική: Γιώργος Ροβερτάκης, α΄ εκτέλεση: Πρόδρομος Τσαουσάκης, 1968
- ※ Ένα πιτσιρίκι είναι ξαπλωμένο | μες στα χορταράκια παραπονεμένο. | Θέλει να φουμάρει ένα τσιγαράκι, | μα δεν έχει φράγκο, είναι μπατιράκι.
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πιτσιρίκι
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πιτσιρίκι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας