Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πιτσιρικάς οι πιτσιρικάδες
      γενική του πιτσιρικά των πιτσιρικάδων
    αιτιατική τον πιτσιρικά τους πιτσιρικάδες
     κλητική πιτσιρικά πιτσιρικάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιτσιρικάς < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιτσιρικάς αρσενικό