πιτσιρίκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πιτσιρίκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική piccerillo + -ίκος [1] < ναπολιτάνικη piccerillo
Ουσιαστικό επεξεργασία
πιτσιρίκος αρσενικό (θηλυκό πιτσιρίκα)
Συγγενικά επεξεργασία
- πιτσιρίκα
- πιτσιρικάκι
- πιτσιρίκι
- Πιτσιρίκο (ιταλικό επώνυμο)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πιτσιρίκος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας