Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πιτσιρίκος οι πιτσιρίκοι
      γενική του πιτσιρίκου των πιτσιρίκων
    αιτιατική τον πιτσιρίκο τους πιτσιρίκους
     κλητική πιτσιρίκο πιτσιρίκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πιτσιρίκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική piccerillo + -ίκος [1] < ναπολιτάνικη piccerillo

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πιτσιρίκος αρσενικό (θηλυκό πιτσιρίκα)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία