λαϊκότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λαϊκότητα < (καθαρεύουσα) λαϊκότης, από την αιτιατική σε -ότητα < λαϊκός < λαός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /la.iˈko.it.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐ϊ‐κό‐τη‐τα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλαϊκότητα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- λαϊκότητα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας