λαϊκότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | λαϊκότης | αἱ | λαϊκότητες | ||||
γενική | τῆς | λαϊκότητος | τῶν | λαϊκοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | λαϊκότητι | ταῖς | λαϊκότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | λαϊκότητα | τὰς | λαϊκότητας | ||||
κλητική ὦ! | λαϊκότης | λαϊκότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαλαϊκότης, -ητος θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 590, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου