↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η θολούρα οι θολούρες
      γενική της θολούρας
    αιτιατική τη θολούρα τις θολούρες
     κλητική θολούρα θολούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
θολούρα < θολός + -ούρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

θολούρα θηλυκό

  • η κατάσταση κατά την οποία κάτι είναι θολό, δεν είναι διαυγές, καθαρό
    υπήρχε μια θολούρα στην ατμόσφαιρα εξαιτίας του νοτιά
  • η κατάσταση κατά την οποία κάποιος δεν μπορεί να σκεφτεί σωστά
    έχω μια θολούρα στο κεφάλι μου από την κούραση
  • (μεταφορικά) σύγχυση, μπέρδεμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία