πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σημαδούρα οι σημαδούρες
      γενική της σημαδούρας των σημαδουρών
    αιτιατική τη σημαδούρα τις σημαδούρες
     κλητική σημαδούρα σημαδούρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Σημαδούρα σε ιστιοπλοϊκούς αγώνες.

Ετυμολογία

επεξεργασία
σημαδούρα < σημάδ(ι) + -ούρα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

σημαδούρα θηλυκό

  • αντικείμενο που επιπλέει στη θάλασσα και είναι δεμένο σε άγκυρα· χρησιμοποιείται για να καταδείξει μια περιοχή ή κάτι που βρίσκεται στο βυθό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία