balise
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- balise < πορτογαλική baliza
- balise < balisier
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
balise | balises |
balise (fr) θηλυκό
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
balise | balises |
balise (fr) θηλυκό
- ...