Ετυμολογία

επεξεργασία
  1. balise < πορτογαλική baliza
  2. balise < balisier

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
balise balises

balise (fr) θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
balise balises

balise (fr) θηλυκό

  1. ...

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία