↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καζούρα οι καζούρες
      γενική της καζούρας
    αιτιατική την καζούρα τις καζούρες
     κλητική καζούρα καζούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
καζούρα < κάζο + -ούρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

καζούρα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία