↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λοβιτούρα οι λοβιτούρες
      γενική της λοβιτούρας
    αιτιατική τη λοβιτούρα τις λοβιτούρες
     κλητική λοβιτούρα λοβιτούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λοβιτούρα < ρουμανική lovitură (κτύπημα) < lovi +‎ -tură < σλαβικής προέλευσης loviti < πρωτοσλαβική γλώσσα *loviti

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /lo.viˈtu.ɾa/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λοβιτούρα θηλυκό

  1. μπάζα, κόλπο, κτύπημα
  2. (διαφθορά) απάτη ή άλλη ανήθικη πράξη με στόχο την κερδοσκοπία, καθώς και το κέρδος που κερδίζει κάποιος με τέτοιους τρόπους
     συνώνυμα: απατεωνιά
  3. (γενικότερα) κλοπή
  4. (κατ’ επέκταση) η χρηματιστηριακή απάτη

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία