λοβιτουρατζής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /lo.vi.tu.ɾaˈd͡zis/
Ουσιαστικό επεξεργασία
λοβιτουρατζής αρσενικό
- αυτός που κάνει λοβιτούρες
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λοβιτούρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
λοβιτουρατζής
|