Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κερδοσκοπία οι κερδοσκοπίες
      γενική της κερδοσκοπίας των κερδοσκοπιών
    αιτιατική την κερδοσκοπία τις κερδοσκοπίες
     κλητική κερδοσκοπία κερδοσκοπίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κερδοσκοπία < κερδοσκόπ(ος) + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κερδοσκοπία θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία