χαιρετούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαιρετούρα | οι | χαιρετούρες |
γενική | της | χαιρετούρας | — | |
αιτιατική | τη | χαιρετούρα | τις | χαιρετούρες |
κλητική | χαιρετούρα | χαιρετούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /çe.ɾeˈtu.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χαι‐ρε‐τού‐ρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαιρετούρα θηλυκό
- (οικείο, συχνά ειρωνικό) για χαιρετισμούς που είναι είτε υπερβολικοί σε αριθμό είτε υποκριτικοί
- ⮡ Θα ξεμπερδεύουμε καμιά φορά με τις χαιρετούρες;
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- χαιρετούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- χαιρετούρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)