ελληνικούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ελληνικούρα < ελληνικ(ός) + μεγεθυντικό επίθημα -ούρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαελληνικούρα θηλυκό
- (ειρωνικό, μεγεθυντικό, επιτατικό ουσιαστικό) εξεζητημένη χρήση ελληνικής ή αρχαίας ελληνικής λέξης ή φράσης
Συγγενικά
επεξεργασία- αρχαιοελληνικούρα
- → και δείτε τις λέξεις ελληνικός και Έλληνας
Μεταφράσεις
επεξεργασία ελληνικούρα
|
Πηγές
επεξεργασία- ελληνικούρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας