καπελαδούρα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | καπελαδούρα | οι | καπελαδούρες |
γενική | της | καπελαδούρας | — | |
αιτιατική | την | καπελαδούρα | τις | καπελαδούρες |
κλητική | καπελαδούρα | καπελαδούρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- καπελαδούρα < (άμεσο δάνειο) βενετική capeladura < ιταλική cappello < υστερολατινική cappellus, υποκοριστικό τής λατινική cappa < caput < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kauput-, *káput (“κεφάλι”)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.pe.laˈðu.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐πε‐λα‐δού‐ρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαπελαδούρα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη καπέλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία καπελαδούρα
|