Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πλατύγυρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
πλατύγυρ
ος
η
πλατύγυρ
η
το
πλατύγυρ
ο
γενική
του
πλατύγυρ
ου
της
πλατύγυρ
ης
του
πλατύγυρ
ου
αιτιατική
τον
πλατύγυρ
ο
την
πλατύγυρ
η
το
πλατύγυρ
ο
κλητική
πλατύγυρ
ε
πλατύγυρ
η
πλατύγυρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
πλατύγυρ
οι
οι
πλατύγυρ
ες
τα
πλατύγυρ
α
γενική
των
πλατύγυρ
ων
των
πλατύγυρ
ων
των
πλατύγυρ
ων
αιτιατική
τους
πλατύγυρ
ους
τις
πλατύγυρ
ες
τα
πλατύγυρ
α
κλητική
πλατύγυρ
οι
πλατύγυρ
ες
πλατύγυρ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
πλατύγυρο
καπέλο σε γελοιογραφία του Τόμας Ρόουλαντσον (1756-1827), Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης
Ετυμολογία
επεξεργασία
πλατύγυρος
<
πλατύ-
/
πλατύς
+
γύρος
Επίθετο
επεξεργασία
πλατύγυρος, -η, -ο
που έχει
πλατύ
γύρο
(περιφέρεια,
μπορ
)
πλατύγυρο
καπέλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πλατύγυρος
αγγλικά
:
broad-brimmed
(en)
γερμανικά
:
breitrandig
(de)