• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

καψούρα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
        • 1.2.1.1 Σύνθετα
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καψούρα οι καψούρες
      γενική της καψούρας —
    αιτιατική την καψούρα τις καψούρες
     κλητική καψούρα καψούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
καψούρα < κάψα + -ούρα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καψούρα θηλυκό

  • το έντονο ερωτικό πάθος για άλλο άτομο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • καψουρεύομαι
  • καψούρης
  • καψούρικος
Σύνθετα
επεξεργασία
  • καψουροτράγουδο

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    καψούρα
  • γαλλικά : béguin (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καψούρα&oldid=5482684"
Τελευταία επεξεργασία στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 03:28

Γλώσσες

    • Türkçe
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 31 Ιανουαρίου 2022, στις 03:28.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας