Ετυμολογία

επεξεργασία
béguin < béguine

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
béguin béguins

béguin (fr) αρσενικό

  1. το κάλυμμα του κεφαλιού των μοναχών « béguines »
  2. (μεταφορικά) (οικείο) (παρωχημένο) τοφλερτάκι, η καψούρα