béguin
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- béguin < béguine
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
béguin | béguins |
béguin (fr) αρσενικό
- το κάλυμμα του κεφαλιού των μοναχών « béguines »
- (μεταφορικά) (οικείο) (παρωχημένο) τοφλερτάκι, η καψούρα